-
1 παρά-πλειος
παρά-πλειος, fast voll; Plat. Rep. III, 390 a führt aus Od. 9, 8 an παράπλειαι (v. l. παραπλεῖαι) ὦσι τράπεζαι, wo in unsern Texten steht παρὰ δὲ πλήϑωσι τρ.
См. также в других словарях:
παράπλειος — εία, ον, Α ο σχεδόν γεμάτος («ὅταν παραπλεῑαι ὦσι τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πλεῖος, επικ. τ. τού πλέος (< πίμπλημι, βλ. λ. πλέως)] … Dictionary of Greek